- μαζούρκα
- (mazurka). Λαϊκός πολωνικός χορός, που εμφανίστηκε στις αρχές του 16ου αι. και του οποίου η ονομασία προήλθε από την περιοχή της Μαζουρίας (βλ. λ.). Λαμπερή, ζωηρή, αλλά με μέτρια ρυθμική αγωγή, η μ. έχει τριμερή ρυθμό, που τονίζεται στον δεύτερο και στον τρίτο χρόνο, εκτελείται κατά ζεύγη (συνήθως από 4 έως 8) και προσφέρεται για μια μεγάλη ποικιλία από φιγούρες. Με την πάροδο του χρόνου διαδόθηκε σχεδόν παντού, τον 17o αι. έκανε την εμφάνισή της στη Ρωσία και στην Ουγγαρία, τον 18o αι. στη Γερμανία και τον 19o αι. στη Γαλλία και στην Αγγλία.
Η μ. διαδόθηκε ιδιαίτερα κατά τη ρομαντική περίοδο, ενώ πολλές και περίφημες σελίδες της έχουν αφιερώσει –μεταξύ άλλων– ο Σοπέν, ο Ντελίμπ, ο Γκλίνκα, ο Τσαϊκόφσκι και ο Σιμανόφσκι.
Η μαζούρκα, λαϊκός πολωνικός χορός, είχε γνωρίσει μεγάλη ακμή, κυρίως κατά τη ρομαντική περίοδο.
* * *η1. είδος λαϊκού πολωνικού χορού2. ο ρυθμός και η μουσική συνοδεία τού χορού τής μαζούρκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πoλων. mazurka].
Dictionary of Greek. 2013.